- ευρετική
- ηβλ. ευρετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. ευρετικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὑρετική — εὑρετικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρετικός — ή, ό (ΑΜ εὑρετικός, ή, όν) [ευρετής] ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ευρετική επιστημονική… … Dictionary of Greek